κουράζω

κουράζω
[куразо] р. утомлять, изнурять.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κουράζω" в других словарях:

  • κουράζω — κουράζω, κούρασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουράζω — (Μ κουράζω) 1. επιφέρω κόπωση σε κάποιον, καταπονώ, εξαντλώ («μέ κουράζει πολύ αυτή η δουλειά») 2. γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός σε κάποιον μσν. 1. τιμωρώ κάποιον 2. κατεργάζομαι κάτι («κουράζουσι τὸν κόκκον εἰς τὸ μέσον», Φυσιολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • κουράζω — κούρασα, κουράστηκα, κουρασμένος 1. καταπονώ κάποιον, εξαντλώ: Με κούρασε πολύ η δουλειά αυτή. 2. γίνομαι ενοχλητικός: Με κούρασες με τις βλακείες σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσοκόβω — κουράζω τη μέση κάποιου, καταπονώ, κοψομεσιάζω, ξεγοφιάζω («τή μεσόκοψε τόσο φόρτωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + κόβω] …   Dictionary of Greek

  • ξελαιμιάζομαι — κουράζω τους μυς τού λαιμού μου στρέφοντας επίμονα και συστηματικά το κεφάλι μου προς μία ορισμένη κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λαιμός] …   Dictionary of Greek

  • παρακουράζω — κουράζω κάποιον υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • ακούραστος — η, ο [κουράζω] 1. αυτός που δεν κουράστηκε 2. αυτός που δεν κουράζεται εύκολα, ακαταπόνητος, αβάρετος …   Dictionary of Greek

  • αποκναίω — ἀποκναίω (Α) 1. αποξύνω, αποτρίβω 2. (για άνθρωπο) κατατρύχω, κουράζω κάποιον υπερβολικά 3. ( ομαι) φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κναίω = κνώ( άω) «αποξύνω»] …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • εξαντλώ — (AM ἐξαντλῶ, έω) [αντλώ] καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ («μετὰ τῶν ἑταιρῶν ἐξαντλοῡντα ἤ τὸ πᾱν ἤ τὸ πολὺ τῆς οὐσίας», Αλκίφρ.) νεοελλ. 1. (για αφηρημ. ιδιότητες, έννοιες, πράγματα κ.λπ.) χρησιμοποιώ, διαθέτω πλήρως («εξαντλήθηκε η υπομονή μου») 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»